- Ζήνων
- Ζήνωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζήνων' — Ζήνωνα , Ζήνων masc acc sg Ζήνωνι , Ζήνων masc dat sg Ζήνωνε , Ζήνων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζ. ο Ελεάτης. Βλ. λ. Ζήνων ο Ελεάτης. 2. Ζ. ο Κιτιεύς. Βλ. λ. Ζήνων ο Κιτιεύς. 3. Ζ. ο Σιδώνιος (Σιδώνα Φοινίκης 154 π.Χ. ;). Επικούρειος φιλόσοφος. Διαδέχτηκε τον Απολλόδωρο στη διεύθυνση της… … Dictionary of Greek
ζήνων — ζῆνος made of spelt fem gen pl ζῆνος made of spelt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήνων ο Ελεάτης — (5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Καταγόταν από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Μαθητής του Παρμενίδη, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της Ελεατικής σχολής. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, όλη η σκέψη του Ζ. έχει κίνητρο την επιθυμία να ενισχύσει τη… … Dictionary of Greek
Ζήνων ο Κιτιεύς — (Κίτιο, Κύπρος 336; – 264 π.Χ.). Φιλόσοφος, ιδρυτής της στωικής σχολής. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Διαβάζοντας όμως τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, αποφάσισε να στραφεί στη φιλοσοφία. Ταξίδεψε τότε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του κυνικού … Dictionary of Greek
Ζήνωνα — Ζήνων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήνωνας — Ζήνων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήνωνες — Ζήνων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήνωνι — Ζήνων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήνωνος — Ζήνων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)